- επικωμιος
- ἐπικώμιοςἐπι-κώμιος3хвалебный, прославляющий
(ὕμνος, ὄψ Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὕμνος, ὄψ Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επικώμιος — ἐπικώμιος, α, ον (Α) [επίκωμος] 1. εγκωμιαστικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικώμια τα εγκώμια … Dictionary of Greek
ἐπικώμιος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικωμίαν — ἐπικωμίᾱν , ἐπικώμιος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικώμια — ἐπικώμιον neut nom/voc/acc pl ἐπικώμιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)